- ἔλασμα
- ἔλασμαmetal beaten outneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… … Dictionary of Greek
έλασμα — το, ατος 1. πλάκα ή φύλλο μετάλλου, που σχηματίστηκε με σφυρηλάτηση ή πίεση, λεπτή μετάλλινη πλάκα. 2. (βοτ.), το πλατύ μέρος των φύλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλασμάτων — ἔλασμα metal beaten out neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάσμασι — ἔλασμα metal beaten out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάσματα — ἔλασμα metal beaten out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάσματι — ἔλασμα metal beaten out neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάσματος — ἔλασμα metal beaten out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek
πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… … Dictionary of Greek